- βακέτ(τ)α
- η , βακέτ(τ)ο τό толстая, грубая кожа (для солдатской, рабочей обуви)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γκριμποβάλ, Ζαν Μπατίστ Βακέτ ντε- — (Jean Baptiste Vaquette de Gribeauval, Αμιέν 1715 – Παρίσι 1789). Γάλλος στρατιωτικός. Έγινε γνωστός από σπουδαία έκθεσή του για το ρωσικό πυροβολικό. Το 1757 προσελήφθη στον στρατό της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας και όταν επέστρεψε στη Γαλλία… … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek